Όπως σε όλη την Ελλάδα, έτσι και στην Ύδρα ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα τοπικά ήθη και έθιμα,
που τηρούνται παραδοσιακά και παρακολουθούνται από χιλιάδες επισκέπες, κάθε χρόνο στο νησί μας.
Το καλωσόρισμα του καινούριου χρόνου
Την Πρωτοχρονιά, οι πόρτες των σπιτιών μένουν όλη τη μέρα ανοιχτές για να υποδεχτεί ο νοικοκύρης τον πρώτο επισκέπτη που θα μπει απρόσκλητος στο σπίτι. Ο νοικοκύρης καλωσορίζει τον επισκέπτη, του κρεμάει με μια κορδέλα στο λαιμό το πρωτοχρονιάτικο δώρο του και τον καλεί στο γιορτινό τραπέζι.
Τα Θεοφάνεια στην Ύδρα
Ο αγιασμός στην Ύδρα, τα παλιά τα χρόνια, γινότανε την Παραμονή των Φώτων, για να εκδιωχθούν οι καλλικάντζαροι. Όλες οι νοικοκυρές εκκλησιαζόντουσαν στο Μεγάλο Αγιασμό και μετά το τέλος της Λειτουργίας μετέφεραν τον αγιασμό στα σπίτια τους, όπου με ένα μέρος του αγιασμού αγίαζαν κάθε γωνιά του σπιτιού τους, τις στέρνες και τα πηγάδια τους ενώ τον υπόλοιπο αγιασμό τον φύλλαγαν στο εικονοστάσι για την υπόλοιπη χρονιά. Την ίδια μέρα οι ιερείς όλων των ενοριών της Ύδρας, αγιάζανε τα σπίτια, τα καταστήματα και τα καΐκια των ενοριτών τους.
Την ημέρα των Θεοφανείων, μετά το τέλος της ακολουθίας του Μεγάλου Αγιασμού, προεξάρχοντος του Μητροπολίτη και με τους ιερείς των άλλων ενοριών, εσχηματίζετο μεγάλη λιτανευτική πομπή. Η Λιτανεία ξεκινούσε με λαμπρότητα στις 09.00-09.30πμ και με ψαλμωδίες και δεήσεις κατευθυνόταν με ενδιάμεσες στάσεις μέσω των παλαιών συνοικιών της Ύδρας - Κιάφας-Γκουρμάδας - έως την πλατεία των Καλών Πηγαδίων, όπου οι ιερείς του νήσιού τελούσαν τον αγιασμό των δύο πηγαδίων.
Αυτή η λιτανεία δεν είχε –όπως την περιγράφουν οι γεροντότεροι- να ζηλέψει σε τίποτα από την αντίστοιχη λιτανεία της Παναγίας της Τήνου σε λαμπρότητα και σε πλήθος πιστών!
Οι δρόμοι, οι πεζούλες, οι αυλές, τα παράθυρα, τα λιακωτά αλλά και τα μπαλκόνια ήταν γεμάτα από κόσμο που σταυροκοπιόταν η ατμόσφαιρα μύριζε λιβάνι και οι καμπάνες των εκκλησιών σήμαιναν χαρμόσυνα.
Στη συνέχεια, κοντά στο μεσημέρι η Λιτανεία έφτανε στο βορεινό μώλο του λιμανιού, μέσω της κεντρικής οδού Ανδρέα Μιαούλη και ο Δεσπότης έριχνε το Σταυρό δεμμένο με κορδέλα στη θάλασσα ψέλνοντας το "Εν Ιορδάνη...", αφήνοντας τρία περιστέρια, για να καθαγιασθούν τα ύδατα.
Με την κατάδυση του Σταυρού στη θάλασσα αρκετοί Υδραίοι βουτούσαν για να πιάσουν τον Σταυρό, «για το καλό», να τον ανασύρουν και να έχουν την ευλογία Του.
Αργότερα όταν κατασκευάστηκε ο μεγάλος λιμενοβραχίονας η λιτανεία κατέληγε εκεί διασχίζοντας το δυτικό τμήμα του λιμανιού και έκαναν την τελετή αυτή στην σκάλα που σχηματίζεται στο εσωτερικό του τμήμα.
Στη συνέχεια επεστρέφαν όλοι μαζί στη Μητρόπολη για να προσκυνήσουν το Σταυρό που άγιασε τα νερά προκειμένου να δώσει υγεία, καλές θάλασσες αλλά και καλά ταξίδια στους θαλασσινούς.
Μετά την Εκκλησία, τα παιδιά που έπεφταν στη θάλασσσα για να πιάσουν το Σταυρό, τον έπερναν και τον περιέφεραν στα μαγαζιά, αλλά και στα σπίτια για να έχουν οι Υδραίοι υγεία και προκοπή και σε ανταπόδοση οι πιστοί ασήμωναν τα παιδια και τα φιλοδωρούσαν με γλυκίσματα και χρήματα.
Εκτός από τον Αγιασμό των Υδάτων στο λιμάνι της Ύδρας και στην πλατεία των Καλών Πηγαδίων, ο καθαγιασμός των υδάτων γινότανε από το 1963 και στο λιμάνι του Καμινίου από τους ενορίτες της Εκκλησίας του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, για να έχουν οι ναυτικοί υγεία και καλά ταξίδια.
Στην Ύδρα τα τελευταία χρόνια, αυτός που ανασύρει τον Σταυρό από την θάλασσα –εκτός της ευλογίας- παίρνει σαν δώρο ένα χρυσό Σταυρό, έθιμο που καθιέρωσε η Μητρόπολη Ύδρας.
Μ. Παρασκευή - H περιφορά του Επιταφίου στα Καμίνια
Από τα πιο όμορφα και τα πιο γραφικά Υδραίϊκα έθιμα είναι ηπεριφορά του Επιταφίου, μέσα στη θάλασσα, που γίνεται με μεγάλη Κατάνυξη το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής στα Καμίνια. Μετά από την περιφορά του Επιταφίου στη συνοικία, η πομπή καταλήγει στη θάλασσα, όπου μπαίνουνε οι βαστάζοι ίσαμε τα γόνατα και ακουμπάνε τα πόδια του Επιταφίου στο νερό, για να ευλογηθούν και να καθαγιαστούν τα νερά. Στη συνέχεια γίνεται δέηση υπέρ των ναυτικών που ταξιδεύουν, για ήσυχα ταξίδια και καλό γυρισμό.
Το έθιμο πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά στα Καμίνια το έτος 1923 και από τότε επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο σύμφωνα με την παράδοση. Ξεκίνησε από τους σφουγγαράδες των Καμινίων, των οποίων τα σφουγγαράδικα καΐκια αναχωρούσαν μετά την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως και επέστρεφαν κοντά στην ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.
Το θέαμα είναι μεγαλοπρεπές, φαντασμαγορικό και κάθε Μεγάλη Παρασκευή παρακολουθείται με κατάνυξη και ευλάβια από όλους τους ενορίτες και πολλούς ξένους που έρχονται στα Καμίνια για να παρακολουθήσουν ειδικά αυτό το έθιμο. Η περιφορά του Επιταφίου στα Καμίνια γίνεται νωρίτερα απ' ό,τι στην πόλη της Ύδρας για να μπορέσουν οι επισκέπτες του νησιού να δουν όλα τα έθιμα.
Στην πόλη της Ύδρας, μετά την ακολουθία των Μεγάλων Ωρών της Αποκαθηλώσεως, οι καμπάνες των ενοριών σημαίνουν πένθημα. Πρώτη σημαίνει η Μεγάλη Καμπάνα του Μοναστηριού και ακολουθούν οι καμπάνες των υπολοίπων ενοριών, της Αγίας Βαρβάρας, της Υπαπαντής και του Αγίου Δημητρίου. Όλοι οι Επιτάφιοι συγκεντρώνονται στη βόρεια είσοδο της Ιεράς Μονής Κοιμήσεως Θεοτόκου, στην πλατεία Π. Κουντουριώτη στο λιμάνι και ακολουθεί η Περιφορὰ των Επιταφίων μέσα από τα πλακόστρωτα δρομάκια της Πόλης της Ύδρας.
Η Ανάσταση και το Πάσχα στην Ύδρα
Η Ανάσταση γίνεται μέσα σε κατανοικτική ατμόσφαιρα, στο φως των κεριών, σε όλες τις Εκκλησίες του νησιού, έχει ιδιαίτερο χρώμα και τελειώνει την Κυριακή του Πάσχα με το παραδοσιακό ψήσιμο του οβελία και το "κάψιμο του Ιούδα".
Όλες οι ενορίες της Ύδρας τελούσαν το έθιμο του καψίματος του Ιούδα, από πολύ παλιά μετά τον εσπερινό της Αγάπης, ανήμερα την Κυριακή του Πάσχα. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των ενοριών ήταν μεγάλος και μάλιστα κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας οι εκκλησίες έβγαζαν δίσκο προκειμένου να καλυφθούν τα έξοδα για το έθιμο.
Η προετοιμασία για την κατασκευή του Ιούδα άρχιζε πολύ πριν από τη Μεγάλη Εβδομάδα. Τον φτιάχνανε στο μπόϊ σωστού άνδρα, τον ντύνανε απ΄έξω με εβραϊκά ρούχα και τον παραγιομίζανε με άχυρα μέσα στα οποία βάζανε στρακαστρούκες και ρουκέτες, για να γίνει μεγάλος βουηχτός.
Το ενα του χέρι, το αριστερό το κάνανε τεντωτό στη γραμμή του ώμου, με το δείκτη του χεριού αυτού που λέγεται λιχανός να δείχνει, και τα άλλα δάκτυλα μαζεμένα σε γροθιά. Από το τεντωμένο αυτό δάκτυλο, του κρεμάγανε μία σακουλίτσα που είχε μέσα τα τριάκοντα αργύρια της προδοσίας. Το άλλο του χέρι το δεξιό το υψώνανε και τα κάνανε σαν κουλούρι, ώστε ο λιχανός του τεντωμένος να ακουμπάει στο μηνίγγι του Ιούδα.
Το πρωϊ της Κυριακής του Πάσχα, οι Υδραίοι και οι επισκέπτες περιτριγύριζαν τον Ιούδα που τον είχανε καβάλα ανάποδα σε άλογο, έριχναν βαρελότα και τον πετροβολούσαν, προτού τον στήσουν στο ικρίωμα που θα τον εκτελούσαν και θα τον καίγανε το απόγευμα.
Το απόγευμα μετά τον εσπερινό, σε κάθε ενορία όλα τα παλληκάρια με παλιά ντουφέκια, καραμπίνες, τρουμπόνια, καρυοφύλλια και άλλα, παίρνανε τον παπά και όλους τους ενορίτες και πηγαίνανε στον λάκκο που τον είχανε στήσει, τον εκτελούσανε και τον καίγανε.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η εκτέλεση και το κάψιμο του Ιούδα γίνεται πλέον στο λιμάνι της Ύδρας,
στον λιμενοβραχίονα μπροστά από τη Σχολή των Εμποροπλοιάρχων.
Το Υδραίϊκο καρναβάλι
Την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, Υδραίοι αλλά και επισκέπτες του νησιού συμμετέχουν, διασκεδάζουν και χαίρονται έντονα στο Υδραίικο καρναβάλι, με τους μασκαράδες να περιδιαβαίνουν με μια πολύχρωμη, θορυβώδη πομπή στα σοκάκια και τους δρόμους της πόλης, έχοντας μπροστά τους τον βασιλιά καρνάβαλο.
Την έναρξη των αποκρεών στην Ύδρα, σηματοδοτούσε κατά τα παλαιά χρόνια, η ημέρα του εορτασμού της μνήμης του Αγίου Αντωνίου του Μέγα την 17ην Ιανουαρίου. Την ημέρα αυτή, σε όλες τις γειτονιές της Υδρας, οι καρναβαλιστές άρχιζαν να κτυπούν τύμπανα και ταμπούρλα, αναγγέλοντας το χαρμόσυνο μήνυμα των απόκρεων.
Η αποκριάτικη εύθυμη πομπή με τους μασκαράδες, έχοντας από πίσω της πλήθους κόσμου, ξεκινά από την Πλατεία του Ναυάρχου Βότση και από εκεί ανεβαίνουν τα σκαλάκια της οδού Αντωνίου Λυγνού ως την κεντρική έσοδο του αρχοντικού Σαχτούρη και φθάνουν στο κτήριο της «Υδραγωγής» στο οποίο πραγματοποιείται η πρώτη του στάση. Στην συνέχεια κατευθύνεται στη Λάκκα του Χείλαρη και από εκεί στη συνοικία του Καμινιού όπου και στήνεται γλέντι με χορό με πατροπαράδοτα νησιώτικα τραγούδια και την συνοδεία κερασμάτων κρασιού και μεζέδων.
Στη συνέχεια, μέσω της οδού Αντωνίου Κριεζή που οδηγεί στα Καμίνια, παρακάμπτοντας τη διαδρομή στο ύψος της Εκκλησίας της Θεοτόκου, κατευθύνονται προς την Λάκκα του Τζάθα ή Μπαμπορή και προχωρώντας προς την θέση Πεταλίδιζα, κοντά στην Εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας, στρίβουν δυτικά και κατευθύνονται προς το λιμάνι του Καμινίου.
Περνώντας το ποτάμι των Καμινίων καταλήγουν στη Λάκκα του Κόκκορη, όπου πραγματοποιείται δεύτερη στάση με κεράσματα και χορούς. Μετά τη δεύτερη στάση, οι καρναβαλιστές κατευθύνονται προς την Εκκλησία της Αναλήψεως του Καμινίου και ακολουθώντας τον επάνω δρόμο του Καμινίου καταλήγουν στην Λάκκα Γαβρίλη για την τρίτη και τελευταία στάση της περιφοράς του Καρνάβαλου.
Τέλος οι καρναβαλιστές, από την Λάκκα του Γαβρίλη, κατηφορίζουν μέχρι την οδό Αντωνίου Λιγνού, για να φθάσουν πάλι στην πλατεία του Ναυάρχου Βότση και από εκεί η παρέλαση του Καρνάβαλου με τύμπανα και νταούλια πηγαίνει στην παραλία της Ύδρας, όπου στήνεται χορός με νησιώτικα παραδοσιακά και άλλα ξενόφερτα τραγούδια.
Ο καρνάβαλος, μετά την παραλία της Ύδρας, περνά από την οδό του Γεωργίου Σαχτούρη και καταλήγει στην πλατεία της "Ξερής Ελιάς" όπου και κρεμάται. Στη συνέχεια ακολουθεί χορός και ατελείωτο γλέντι με παραδοσιακά αποκριάτικα τραγούδια, χορούς, μεζέδες, καλό κρασί και ξεφάντωμα μέχρι αργά το βράδυ.
Οι Απόκριες στα παλιά τα χρόνια στην Ύδρα
Την έναρξη των αποκρεών στην Ύδρα, σηματοδοτούσε κατά τα παλαιά χρόνια, η ημέρα του εορτασμού της μνήμης του Αγίου Αντωνίου του Μέγα την 17ην Ιανουαρίου. Αυτή την μέρα, σε όλες τις γειτονιές του νησιού της ‘Ύδρας, οι υποψήφιοι καρναβαλιστές άρχιζαν να κτυπούν τα τύμπανα και τα ταμπούρλα τους αναγγέλλοντας το χαρμόσυνο μήνυμα του ερχομού της Αποκριάς.
Γράφει ο Νικόλαος Χαλιορής χαρακτηριστικά: «...σ’όλες τις γειτονιές και γίνεται μεγάλος ο αλαλαγμός, που τον δυναμώνει πιο πολύ η απήχησις των γύρω βουνών, που περιστοιχίζουν την αμφιθεατρική
πόλη της Ύδρας..».
Τα ταμπούρλα και τα τύμπανα ηχούσαν ως και το βράδυ της Καθαρής Δευτέρας. Το έθιμο έχει πλέον σβήσει από την Ύδρα και ο ήχος αυτών των κρουστών ακούγεται μόνο κατά την διάρκεια της περιφοράς του πατροπαράδοτου Υδραίικου καρνάβαλου στις περιοχές και στους δρόμους του νησιού.
Η περιφορά του Καρνάβαλου στην Ύδρα γινόταν την Κυριακή της Τυρινής.
Η αρχική διαδρομή του καρνάβαλου, αναφέρεται από τον Νικολάου Χαλιορή: «..Την Κυριακή της Τυρίνης η βόλτα των μουσκαριών γίνεται ξενοχώρα μεγάλη. Ανεβαίνουμε από την Ξερή Ελιά,
και από το Παζάρι, περνάνε από τον Κεντρικό δρόμο, διασχίζουνε το Καμίνι, ανεβαίνουνε αριστερά από την Ανάληψη,
που είναι κοντά στα Κριεζήδικα τα σπίτια, κατά το Βλυχό, κατόπιν από τον κεντρικό δρόμο της Κιάφας,
που ήταν άλλοτε το μαγαζί του Περκιζα και των δύο Καΐρηδων, και βρίσκονται ακόμη οι Εκκλησίες
ο «Χριστος» του Οικονόμου, η «Βαγγελίστρα» κι ο «Αγιος Λευτέρης», περνανε και φτάνουνε στα Καλά Πηγάδια,και
έπειτα από το ποτάμι το στρωμένο τώρα κατεβαίνουνε μζί με τη νύχτα πάλι στα μαγαζιά του Παζαριού κι
αρχίζουνε το γλέντι...».
Κατά την διάρκεια της αποκριάτικης περιόδου στην Ύδρα της παλιάς εποχής πολλές παρέες μασκαράδων επισκέπτονταν τις γειτονιές της πόλης που γίνονταν δεκτοί με χαρές, τραγούδια και χορούς.
Όταν ο δρόμος τους έφτανε στα «Καλά Πηγάδια», στήνανε γλέντι με χορό στην πλατεία που σχηματίζεται στο χώρο των πηγαδιών. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τα σημερινά μεταλλικά σκέπαστρα και τα πηγάδια ήταν ανοικτά, έτσι κατά την διάρκεια του χορού οι πιο θαρραλέοι έκαναν σάλτους επάνω από τα ανοικτά πηγάδια δείχνοντας την λεβεντιά τους και την σβελτοσύνη τους στον κόσμο που χειροκροτούσε.
Επιπλέον πολλές κοπέλες που παρακολουθούσαν αυτό το επικίνδυνο δρώμενο, διάλεγαν το μελλοντικό τους ταίρι ανάμεσα στα παλληκάρια που έκαναν αυτούς τους σάλτους επάνω από τα πηγάδια.
Ένα από τα παλιότερα έθιμα της Αποκριάς του Υδραίικου Καρναβαλιού ήταν και το μασκάρεμα κάποιου που έβαφε το πρόσωπό του κατάμαυρο, παίρνοντας την βαφή από ένα τηγάνι. Τον ονόμαζαν «Αράπη» και ήταν αυτός ο επικεφαλής της πομπής του Καρνάβαλου.
Ο «Αράπης» είχε τον ρόλο να διασκεδάζει με τα άσεμνα αστεία του και τα σκωπτικά αποκριάτικα διονυσιακά στιχάκια του τα «Μουσκάρια» (οι μασκαράδες του Καρναβαλιού), αλλά και του παρευρισκόμενους. Ακόμη κρατώντας ένα δοχείο νύχτας στα χέρια του, που περιείχε μακαρόνια τα ανακάτευε, τα έπαιρνε με τα χέρια του και έτρωγε από αυτά προτρέποντας του μασκαράδες και τον κόσμο να δοκιμάσουν και τους προκαλούσε πειράζοντας τους με τα αστεία του.
Αυτό το έθιμο με τον «Αράπη» και τα μακαρόνια –όπως και άλλα- έχει πλέον εκλείψει από το Υδραίικο Καρναβάλι, που πιθανότατα έχει τις ρίζες του σε παλαιότατες εποχές.
Ο Α. Μανίκης αναφέρει ότι παλιότερα Οι καρναβαλιστές: «...χορεύοντας Ελληνικούς χορούς και τον Υδραϊκο μπάλλο- με την συνοδεία των αθάνατων λαϊκών τραγουδιών, «οια: ένα νερό κυρά-Βαγγελιώ, Λεϊμονάκι μυρωδάτο, Κάτω στο γιαλό, η μηλίτσα που σαι στο
γκρεμό η και με τ’αστείο, τάχα-ρε πως το τρί....αμάν! αμάν!..πως το τρίβουν το πιπέρι και τα λοιπά παρόμοια
που τα τραγουδουν ακόμη οι μασκαρεμένοι Ελληνες...»
Το πατροπαράδοτο Υδραίκο καρναβάλι, είναι ένα από τα παλιότερα της Ελλάδας, με αναφορές που κάνουν λόγο ότι η αρχή του εντοπίζονται στον 18ου αιώνα, έχει τις ρίζες της στους παλιούς Υδραίους καρναβαλιστές και έχει μια ιστορία ίσως μεγαλύτερη από 300 χρόνια.
Παλιά γινόντουσαν στην Ύδρα ...
Η Γιορτή της Αμυγδαλιάς
Η γιορτή που «τιμάτε» η αμυγδαλιά και έχει σαν θέμα τον ερχομό της Ανοιξης, τα λουλούδια που ανθίζουν, την καρποφορία και στο αποκορύφωμα της γιορτής έχει κεντρικό θέμα την ολάνθιστη αμυγδαλιά.
Παλιά, την ημέρα της γιορτής, γινότανε γλέντι και κατά τη διάρκειά του μια γυναίκα μασκαρεμένη σαν άντρας και ένας άντρας φορώντας νυφικό πέπλο από τούλι, με τη συνοδεία μουσικών οργάνων, μαζί με τους άλλους συμμετέχοντες, συγκεντρωνόντουσαν κάτω από μια ανθισμένη αμυγδαλιά, τραγουδώντας και χορεύοντας όλοι μαζί. Η «Γιορτή της Αμυγδαλιάς» αποτελούσε ένα μουσικό γλέντι - δρώμενο που καλωσόριζε την επερχόμενη άνοιξη.
Ο γάμος στην παλιά Ύδρα το έθιμο του νομίσματος, του κρασιού και του νερού
Ο παραδοσιακός Υδραίϊκος γάμος, ξεκινούσε με το "στρώσιμο του κρεβατιού", στο οποίο φίλοι και συγγενείς προσέφεραν χρηματικά ποσά για το στήσιμο του νέου νοικοκυριού. Την παραμονή του γάμου γίνότανε το "λούσιμο της νύφης" από δύο παντρεμενες γυναίκες και στη συνέχεια το "χτένισμα της νύφης" λίγες ώρες πριν από το γάμο.
Συχνά η νύφη αντί νυφικού φορούσε την παραδοσιακή υδραίϊκή φορεσιά - κοντογούνι από μεταξωτό βελούδο, μακριά φούστα με πτυχές και κεντητό μεταξωτό μαντίλι στο κεφάλι. Τέλος μετά από "την τελετή του γάμου" γινότανε γλέντι με τα παραδοσιακά τοπικά όργανα, που είναι το βιολί και το λάουτο, με νησιώτικα τραγούδια και κεράσματα.
Τα παλιά χρόνια, ο γάμος στην Ύδρα διαρκούσε αρκετές μέρες αλλά πάντα την τρίτη μέρα του γάμου, μετά το μεσημεριανό φαγητό η νύφη με όλους συμπεθέρους και τους συγγενείς έφευγαν με την ίδια επικεφαλής, που κρατούσε ένα σταμνί με κρασί και πήγαιναν στα «Καλά Πηγάδια». Ο γαμπρός παρέμενε κλεισμένος στο σπίτι και δεν έπρεπε να βγει για να μην τον ματιάσουν τα βάσκανα μάτια ή του κάνουν άλλο κακό.
Ταυτόχρονα η νύφη με του συγγενείς και τους καλεσμένους περπατούσε με το ίδιο καμάρι όπως την πρώτη μέρα του γάμου, με κατεύθυνση τα «Καλά Πηγάδια». Όταν φτάνανε στα πηγάδια όλοι μαζί κάνανε μια βόλτα γύρω από το βαθύτερο πηγάδι κατόπιν η νύφη έβγαινε από την γαμήλια πομπή και με αργές κινήσεις κατευθυνόταν στα χείλη του πηγαδιού και ακουμπούσε επάνω τους ένα νόμισμα. Αμέσως κτύπαγε μία, δύο, τρείς φορές με την παλάμη της το νόμισμα και με την τρίτη το πετούσε μέσα στο πηγάδι. Μετά από αυτό έκανε τρείς γύρους στο πηγάδι με το σταμνί που ήταν γεμάτο με κρασί και έχυνε το περιεχόμενο του μέσα του.
Μετά από αυτά τα γαμήλια τελετουργικά ακολουθούσαν παιχνίδια, χοροί και τραγούδια με μουσική από βιολιά και λύρες με τον κουμπάρο ή την κουμπάρα πρώτα να χορεύει με την νύφη γύρω από το πηγάδι και κατόπιν ένας-ένα οι υπόλοιποι καλεσμένοι. Με τους χορούς και τα τραγούδια περνούσε η ώρα και μόλις ο ήλιος βασίλευε σταματούσε το γλέντι και η νύφη με ένα κουσί (δοχείο που ανέβαζαν νερό από το πηγάδι), γέμιζε νερό το σταμνί. Τώρα πια η γαμήλια πομπή έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής.
Φτάνοντας στο σπίτι ο γαμπρός τους περίμενε στην εξώπορτα τους καλωσόριζε και η νύφη έριχνε νερό στα χέρια του γαμπρού που τα έπλενε. Έπειτα ο γαμπρός έπαιρνε ένα βάζο που η νύφη το γέμιζε με νερό από το σταμνί έτσι ο ένας μέσα στην εξώπορτα και η νύφη στον δρόμο για αρκετή ώρα ραντίζονταν με το νερό και με πειράγματα, γέλια και αστεία των συμπεθέρων και των συγγενών τους.
Όταν τέλειωνε και αυτό, όλοι μαζί με φωνές και αλαλαγμούς εισέρχονταν σπρώχνοντας ο ένας τον άλλο μέσα στο σπίτι και συνέχιζαν το γλέντι του γάμου.Το έθιμο αυτό του παλιού γάμου καταργήθηκε περίπου στο τέλος του 18ου αιώνα και μεταφέρθηκε από διηγήσεις των γεροντότερων που είχαν πάρει μέρος στην επανάσταση του 1821.
Ο Αρραβώνας στην παλιά Ύδρα
Στα παλιά τα χρόνια στην Ύδρα αραβωνιάζανε τους νέους από 16, 17 ή 18 χρονών και τα κορίτσια από 12 και τα παντρεύανε στα 18 χρονών τα αγόρια και 14 χρονών τα κορίτσια. Όταν καμμιά φορά μετανοιώνανε ή ο νέος ή το κορίτσι σαν μεγαλώνανε και διαλύανε τον αραβώνα τους, τότε εκείνος που γινότανε η αφορμή να διαλυθεί ο αραβώνας επλήρωνε στον άλλονε ένα ποσόν που το ωρίζανε κείνες τις στιγμές, σαν πρόστιμο ας πούμε.
Όσοι παντρευόντουσαν μετά την ηλικία αυτή, προκαλούσανε τα σχόλια και τα γέλια των άλλων οι οποίοι τους ωνομάζανε "γεροντοπαλήκαρα" και "γεροντοκοπέλες". Ο πατέρας της κόρης σε μεγάλη κλίμακα έβγαινε να ζητήση το γαμπρό, και χωρίς τη γνώμη αυτουνού γάμος δεν εσκάρωνε ούτε και στερέωνε. Μα αν η κόρη ήτανε ορφανή, τότε τα χρέη του πατέρα της στον αραβώνα και στον γάμο τα εκάνανε τ΄αδέλφια της και προ πάντων ο μεγάλος.
Ποτέ Υδραιοτάκι δεν παντρευότανε, αν δεν πάντρευε πρώτα τις αδελφάδες του. Μεγάλη ντροπή νομιζότανε το να παντρευεί ο νέος πριν παντρευεί η αδελφή του. Κάθε παλληκάρι είχε την αντίστοιχη "μπροσκοπέλλα" του που έπρεπε να παντρέψη αυτήνε κι έπειτα να παντρευτή αυτός. Τότε εκτιμιότανε πολύ κι ήτανε γαμπρός περιζήτητος. Μέχρι και σήμερα βλέπουμε ακόμα να παντρεύεται πρώτα, η πρώτη κόρη κι ύστερα απ΄αυτήνε ο πρώτος γυιός κι στη συνέχεια οι υπόλοιποι με τη σειρά τους.
Άν ήτανε ένας αδελφός μέσα σε πολλές αδελφάδες, τότε το υπερήφονο και τίμιο παλληκάρι, γινότανε σκλάβος, χαμάλης, χίλια κομμμάτια να προικίση και να τις παντρέψη πρώτα όλες και μετά να πάρει σειρά αυτός. Σαν η ορφανή κόρη δεν είχε αδελφούς, τότε όλα τα χρέη του αραβώνα και του γάμου τα έπαιρνε απάνω της η χήρα μάνα. Πρώτα αρχίζανε οι προξενιές και άμα τελείωνε το συνοικέσιο γινότανε ο αραβώνας.
Μαζευόντουσαν ως τα τώρα οι γονείς και οι συμπέθεροι του γαμπρού και πηγαίνανε στο σπίτι της νύφης. Εκεί ο πατέρας του γαμπρού έδινε στη νύφη ένα χρυσό δακτυλίδι και της κρεμούσε στο λαιμό ασημένια νομίσματα. Όταν πλουτίσανε από την ναυτιλία, τότε εκτός από τη βέρα έδινε στη νύφη και άλλα δακτυλίδια με διαμάντια, πιρλάντια και άλλα πολύτιμα πετράδια για στολίδια και της κρεμούσε στο λαιμό χρυσές ντούπες και φλουριά.
Έπειτα όμως σαν πολιτιστίκανε με τους Ευρωπαίους, ο πεθερός κρεμούσε στης νύφης του το λαιμό πολύτιμους σταυρούς ή περιδέραια με διαμάντια και μαργαριτάρια ή σκουλαρίκια πλουμιστά. Ο πατέρας της νύφης έδινε στον γαμπρό δακτύλιον αρραβώνα και αναλόγως του πλούτου και ένα άλλο δακτυλίδι πολυτελείας και αμέσως μετά του έριχνε στον ώμο το μεταξωτό μαντήλι το χρυσοκεντημένο. Το ίδιο εκάνανε στο γαμπρό και οι συγγενείς της νύφης. Όλοι με τη σειρά συγγενείας του ρίχνανε στον ώμο το μεταξωτό μαντήλι και του πρόσφερε ο καθένας το δώρο του, δίνοντας του κι από έναν μπάτσο. Κι ύστερα ακολουθούσανε βροχή τα κουφέτα, τα ρίζια και τ' ασημένια νομίσματα. Μετά από όλα αυτά, σερβίρανε γλυκό του κουταλιού, νερά, πιοτά, και από ένα γλύκισμα στο πιατάκι με την μικρή πετσετούλα που την λένε ακόμα ¨κρούσκιζα".
Κατόπιν γινότανε το τραπέζι του αρραβώνα, που σ' αυτό καθόντουσαν όλοι οι συμπέθεροι και οι συγγνεείς και κρατούσε όλη τη νύχτα. Γινότανε με βιολιά και άλλα εγχώρια όργανα, με χορούς και με τραγούδια και με χωρατά. Αρχικώς η προίκα ήτανε τιποτένια, κάμποσα ρούχα, τα απαραίτητα έπιπλα της εποχής, τα σένια, αλλά αργότερα άρχισε η προίκα εις λίγο χρήμα, στην αρχή και κατόπιν όλο και περισσότερο. Πιο αργά ακόμη αρχίσανε να δίνουμε σαν προίκα και σπίτια κι άλλων λογιών υποστατικά. Προικοσύμφωνο δεν κάνανε τότε γιατί έφτανε ο λόγος που δίνανε μεταξύ τους τα πεθερικά, ενώ ο αραβώνας δεν κρατούσε πολύ καιρό. Κατά το διάστημά του αρραβώνα ο γαμπρός επισκεπτότανε τη νύφη, στο σπίτι της υπό την επιτήρηση της μητέρας της. Την έβγαζε σεργιάνι ή κάνανε επισκέψεις στα δικά τους σπίτια, αλλά υπό την συνοδεία, της μητέρας ή ενός αδελφού της. Επίσης την φίλευε στο σπίτι των γονέων του τις Κυριακές και τις άλλες καλές ημέρες και της έστελνε δώρα διάφορα.
Ποτέ ο γαμπρός δεν κοιμώτανε στης νύφης το σπίτι. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα ή νύφη επισκεπτότανε τακτικά την πεθερά της μόνη της όταν έλειπε ο αρραβωνιαστικός σε ταξείδι ή μαζί με τη μάνα της, όταν εκείνος ήταν στην Ύδρα. Προσκαλούσε τακτικά τα πεθερικά της στο σπίτι των γονέων της κατά τις εορτές τους και τα φίλευε και το ίδιο έκανε και στ' άλλα πρόσωπα της πατρικής οικογένειας του γαμπρού. Όλο το διάστημα του αρραβώνα και τα δύο μέρη ετοιμαζόντουσαν για τον γάμο, στον οποίο ο γαμπρός προσέφερε το νέο σπίτι που θα κατοικούσε το ζευγάρι.
Από το βιβλίο ΥΔΡΕΙΚΑ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ του κ. Νικ. Γ. Χαλιορή τ. καθηγητού, 1931
ΥΔΡΑΙΚΑ ΝΕΑ 1969 ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ ΜΠΑΜΠΗ ΜΩΡΕΣ
Οι γιάτρισσες στην παλιά Ύδρα
Στην Ύδρα τα παλαιά χρόνια, υπήρχαν οι γιάτρισσες, έτσι έλεγαν τις γυναίκες που αναλάμβαναν τις θεραπείες των ασθενών, όταν το ιατρικό επάγγελμα-λειτούργημα έκανε τα πρώτα του βήματα στην νεοσύστατη Ελλάδα.
Ονομαστή γιάτρισσα της Ύδρας ήταν η Σταματούλα του Μπάρμπα Παντελή του Κοκλίκη, κατοικούσε στο Μικρό Καμίνι, κοντά στην εκκλησία της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας (εκκλησία του Παπακόκκινου). Έμεινε στην λαϊκή θύμηση της κοινωνίας του νησιού σαν η γιάτρισσα με τα περίφημα γιατροσόφια της και την χαρούμενη διάθεση της. Ήταν η γιάτρισσα που έκανε «καθήκοντα» παθολόγου, χειρουργού, παιδίατρου και ψυχολόγου.
Θεράπευε τον «λυμένο» αφαλό, το «κακό σπυρί» (καλόγερο), που με επέμβαση χειρουργική τον αφαιρούσε, τις μαγουλάδες, με κατράμι που έβαζε γύρω από το λαιμό του ασθενή, το ανεμοπύρωμα το θεράπευε με ένα κόκκινο πανί, λίγα λουλούδια του επιτάφιου, λίγο λιβάνι και ένα ξόρκι που διάβαζε, ο άρρωστος σε 2-3 μέρες ήταν καλά, επιπλέον έκανε μικρές χειρουργικές επεμβάσεις κλπ.
Θρύλοι και παραδόσεις από τα παλιά τα χρόνια
Κάθε τόπος, έτσι και η Ύδρα, έχει τους θρύλους και τις παραδόσεις που από στόμα σε στόμα σαν παραμύθι μεταδίδονται από τα παλιά χρόνια στις νεότερες γενιές.
Ο Καλόγερος
Στον παλιό καιρό ζούσε στην Ύδρα κάποιος ψαράς ο οποίος θέλησε να γίνει καλόγερος και κατέφυγε στο μικρό, απέναντι στον Βλυχό νησάκι του Αγίου Ιωάννη. Απλοϊκός και αγράμματος καθώς ήταν αντί για κάθε άλλη προσευχή κάνοντας πάντα τον σταυρό του έλεγε Κύριε μη με ελεήσεις αντί του Κύριε ελέησόν με. Η πίστη του όμως στο Χριστό ήταν τόσο μεγάλη και η καρδιά του τόσο καθαρή ώστε κάποια εποχή που αποκλείστηκε στο νησάκι του από το δυνατό μελτέμι που φυσούσε και μοναχός και έρημος πεινούσε, μπήκε στη θάλασσα και περπατώντας πάνω στα θεόρατα κύματα έφθασε στην Ύδρα.
Ο Μιαούλης και ο Νέλσων
Στην εποχή των Ναπολεόντειων Πολέμων, όταν η Αγγλία με τον κραταιό στόλο της υπό τον ναύαρχο Νέλσωνα κατέστρεψε τον Γαλλικό στόλο στο Τραφάλγκαρ, είχε αποκλείσει την Ευρωπαϊκή Ήπειρο που κατείχε τότε ο Ναπολέων. Η Ευρώπη πεινούσε και πλήρωνε όσο- όσο κάθε είδος διατροφής. Όλα τα καράβια φορτωμένα με παντοειδή τρόφιμα από την ανατολή κατευθύνονταν προς την Δύση, όπου προσπαθούσαν να βρουν ένα σημείο για να διεισδύσουν στην αποκλεισμένη Ευρώπη, διασπώντας τον αποκλεισμό Αγγλικού στόλου, για να πουλήσουν το εμπόρευμά τους σε τιμές υπέρογκες. Το ίδιο έκανε και ο Ανδρέας Μιαούλης, νέος ακόμη τότε, κυβερνώντας το μπρίκι του φορτωμένο με ρωσικό σιτάρι από την Μαύρη θάλασσα. Σ' ένα από τα ταξίδια του συναντήθηκε με Αγγλικά πολεμικά στα οποία ύστερα από πολύωρη καταδίωξη και ανταλλαγή κανονιοβολισμών αναγκάστηκε να παραδοθεί. Ήταν κανόνας τότε, όποιος συλαμβανόταν στην προσπάθειά του να διασπάσει τον αποκλεισμό, να θεωρείται ως εχθρός της Αγγλίας και χωρίς δίκη να κρεμιέται από τα κατάρτια των Αγγλικών πολεμικών. Ο Νέλσων, θέλησε να δει τον νέο Έλληνα πλοίαρχο, ο οποίος με ένα τόσο δα καραβάκι ηρωϊκά αντιστάθηκε στα μεγάλα πολεμικά του και διέταξε να τον φέρουν μπροστά του. Τι θα έκανες αν ήσουν εσύ στην θέση μου? Θα σε κρεμούσα ήταν η αγέρωχη και αντρική απάντηση. Το θάρρος του Μιαούλη έκαμε εντύπωση στον Νέλσωνα ο οποίος συγκινήθηκε από το νεαρό της ηλικίας του Μιαούλη και την Ελληνική καταγωγή του, και όχι μόνο του χάρισε τη ζωή αλλά και τον άφησε ελεύθερο.
Η γριά Καραντάναινα
Είναι η σπαρτιάτισσα της Ύδρας. Χήρα ναυτικού μεγάλωσε το μονάκριβο παιδί της που γίνηκε κι αυτό ναυτικός στα προ της Επαναστάσεως του 1821 χρόνια. Ήταν η εποχή που η Ύδρα αντί για φόρο υποτέλειας στην Τουρκία έστελνε μερικά διαλεχτά παλληκάρια της για να υπηρετήσουν, γυμνασμένοι αυτοί και φτασμένοι θαλασσινοί, ένα χρόνο ως Σαφερλήδες όπως τους έλεγαν τότε, στο Τουρκικό Ναυτικό στον Ταρσανά της Πόλης. Μεταξύ εκείνων που πήγαν αυτή την χρονιά ήταν και ο γιος της Καραντάναινας. Οι άλλοι επέστρεψαν στο τέλος της θητείας τους και μόνο ο Καραντάνης δεν γύρισε κι όπως μαθεύτηκε είχε αλλαξοπιστήσει κι έμεινε στην πόλη όπου πήρε βαθμούς και αξιώματα. Το κτύπημα ήταν σκληρό για την μάνα που έβαλε αμέσως τα μαύρα και κλείστηκε στο σπίτι της, κατά την Κιάφα, αμίλητη και βλοσυρή, κόβοντας κάθε σχέση με τον έξω κόσμο. Αρκετά χρόνια πέρασαν ώσπου κάποιο πρωί ένα μεγάλο τουρκικό καράβι έφθασε στην Ύδρα και μια βάρκα έβγαλε στην προκυμαία έναν άνδρα, πλούσια ντυμένο μέσα σε τουρκική ναυτική στολή. Όσοι τον γνώρισαν έστρεψαν τα κεφάλια τους αλλού με περιφρόνηση. Αυτός τράβηξε την ανηφοριά κατά την Κιάφα όπου κτύπησε τον πόρτα της γριάς Καραντάναινας. Ποιός είναι. Άνοιξέ μου μάνα. Εγώ είμαι ο γιος σου. Δεν έχω γιο ζωντανό εγώ, ο γιος μου πέθανε εδώ και χρόνια στην Πόλη. Μωρέ μάνα άνοιξε για να δεις πως είμαι εγώ, και να με καμαρώσεις μεγάλο και τρανό.
Εκείνη άνοιξε την πόρτα και αμίλητη παραμέρισε για να περάσει ο ξένος..... Για δείξε το μεγάλο καράβι σου του είπε . Την τράβηξε από το χέρι ως την άκρη της ταράτσας που έβλεπε προς το λιμάνι κι εκεί του δίνει μια σπρωξιά με όση δύναμη της είχε απομείνει και τον ρίχνει προς το γκρεμό λέγοντας.. Δεν είσαι γιος μου μια και πρόδωσες την πατρίδα σου και αρνήθηκες την πίστη σου.
Το Πόδι του Χριστού
Λίγο έξω από το λιμάνι της Ύδρας, στον παραλιακό δρόμου προς το μανδράκι, πάνω σε μια μεγάλη πέτρα είναι ένα αποτύπωμα σαν από πατούσα ανθρωπίνου ποδιού σε μεγαλύτερη του συνηθισμένου διάσταση. Είναι το σημάδι του ποδιού του Χριστού. Κατά την παράδοση την παλιά εποχή ο Χριστός έτυχε να περάσει και από την Ύδρα. Τριγυρίζοντας στο νησί παραπάτησε σε μια στιγμή και το πόδι του χώθηκε στο μαλακό χώμα που έγινε αμέσως σκληρός γρανιτόβραχος κι έχει από τότε το σημάδι του ποδιού.
Σταυρού λύσε - Σταυρού Δέσε
Την παλαιά εποχή όταν ακόμη οι Υδραίοι δεν είχαν ναυπηγήσει μεγάλα καράβια και δεν είχαν αποκτήσει την ναυτική πείρα τους, υφίσταντο τόσες πολλές απώλειες και ναυάγια ώστε για να τα περιορίσουν δημιούργησαν το αναφερόμενο στου πλοιάρχους και στα ταξίδια ρητό: Σταυρού δέσε-Σταυρού λύσε Ήταν συμβουλή στους ιδιοκτήτες σκαφών να δέσουν τα σκάφη τους και να τ' ακινητοποιήσουν ολόκληρο το χειμώνα, δηλαδή από της 14 Σεπτεμβρίου ημέρα της εορτής του Σταυρού μέχρι την άλλη γιορτή του Σταυρού που γίνεται την τρίτη Κυριακή της Σαρακοστής.
Κλήσιζα με βερέ
Είναι γνωστό σε όσους έχουν ταξιδέψει σ΄εκείνα τα νερά πόσο φουρτουνιασμένη είναι η θάλασσα στο Μπουγάζι της Ύδρας όταν φυσάει μελτέμι. Μια τέτοια θάλασσα συνάντησε τον παλιό καιρό ένα καραβάκι φορτωμένα με κρασιά που σκεπαζόταν από την πλώρη ως την πρύμνη από το κύμα. Ο κίνδυνος για το καράβι του που θα βούλιαζε έκανε το πλοίαρχο να επικαλεσθεί την βοήθεια του Χριστού. Βοήθησέ μας Χριστέ μου να σωθούμε και θα κτίσω μια εκκλησία με κρασί αντί για νερό στον Άγιο που γιορτάζει σήμερα. Το καράβι βρήκε σε λίγο καταφύγιο σε έναν ορμίσκο πίσω από το βουνό Ζάστανι. Κι ο πλοίαρχος έκτισε εκεί ένα μικρό εκκλησάκι στην μνήμη του Αγίου Κυπριανού που γιόρταζε την ημέρα εκείνη, την 2 Οκτωβρίου. Οι Υδραίοι μέχρι σήμερα τον αποκαλούν Κλήσιζα με βερέ. Η Εκκλησία με το κρασί.
Το Ζαστάνι
Προς τα Νοτιοδυτικά του λιμανιού της Ύδρας και σε απόσταση δύο μιλίων υψώνεται άγριος και απόκρημνος ένας απάτητος βράχος ψηλός ως 200 μέτρα του οποίου η πλευρά προς την θάλασσα φαίνεται απότομα κοφτή . Είναι το Ζάστανι. Από την κορφή αυτού του βουνού, λέει η παράδοση οι παλιοί Υδραίοι έριχναν σαν σε Καιάδα τους γέροντες ύστερα από μια ηλικία. τους έβαζαν μέσα σε κοφίνια τα οποία κατρακυλούσαν από ύψος προς την θάλασσα. Κάποτε ένας Υδραίος με τον γιο του μετέφερε τον γέροντα πατέρα του ως την κορυφή του Ζάστανι για να τον ρίξει απ' εκεί σύμφωνα με το έθιμο μέσα σε ένα καινούργιο κοφίνι. Την τελευταία στιγμή ο γιος του το λέει Καλέ πατέρα γιατί βάζουμε το καινούργιο κοφίνι κι όχι ένα παλιό . Αυτό είναι καινούργιο και κρατάει για το μεταχειριστούμε για σένα. Ο γιος του γέροντα σκέφτηκε λοιπόν πως εκείνο ου ως τότε θεωρούσε καθήκον ήταν εγκληματική πράξη που μια μέρα θα την περνούσε και ο ίδιος. Συνήλθε λοιπόν και γύρισε πίσω με τον πατέρα του στη χώρα. Ήταν ο πρώτος που έδωσε την αφορμή να σταματήσει αυτό το φοβερό έθιμο.