|
|||||||
Η "Παλιά" Ύδρα στη δεκαετία του '30
Στη δεκαετία του '30, η ζωή στην Ύδρα ήταν διαφορετική από εποχή σε εποχή λόγω της σπογγαλιείας του μοναδικού αξιόλογου οικονομικού παράγοντα του τόπου. Τα Κυριακάτικα πρωϊνά ήταν όμως τα ίδια σε όλες τις εποχές στην παραλία του νησιού μας, εκτός από την Κυριακή του Πάσχα, των Απόκρεω ή αν συνέπιπτε με την την 25η του Μάρτη ή άλλη γιορτή.
Την Κυριακή το πρωϊ όλα τα μαγαζιά ήταν κλειστά, μέχρι που θα απολούσε η Εκκλησία, εκτός από τα καφενεία που σερβίριζαν μόνο, αλλά δεν έδιναν χαρτιά ή τάβλι.
Κυρίαρχη μορφή της κίνησης του λιμανιού το Κυριακάτικο πρωϊνό αποτελούσε το Μοναστήρι, παρόλο ότι λειτουργούσαν συγχρόνως εννέα ενορίες. Τα μάτια όλων ήταν στραμμένα στο μεγάλο καμπαναριό, πότε θα κτυπήσουν οι καμπάνες για να αρχίσει η κίνηση. Τα έξι καφενεία που ήταν ανοιχτά από το πρωί ήταν του Νικ. Καλογιάννη (Κάτσικα Αν.), το περίφημο ουζάδικο του Γιάννη Τζιτζά (σήμερα Φαν. Σουρέλη), του Σπυρ. Μπίκου (Τάκη Σουρέλη), του Λεφτέρη Κοτομάτη και ύστερα Στυλ. Πέρκιζα, Αρ. Τσαγκάρη, του Μιχ. Κορού (Δ. Δρακόπουλου) με τον Τούρκικο ναργιλέ στις δόξες του και του Ανδρέα Μαστρογεωργίου (Λεφτέρη Πινότση). Επίσης άνοιγε και ο Μίμης Γιακαλής κατά τη χειμερινή εποχή.
Οι ψαράδικοι μπάγκοι αδειανοί και μια αράδα λούστροι στημένοι από το σημερινό εστιατόριο του Γ. Τηλιακού μέχρι το άγαλμα του Π. Κουντουριώτη. Ο μπάρμπα Σωτήρης Μηνάς, ο Μπάρμπα Αντρέας απο την Κουρμάδα, ο Γιάννης Γεωργίου (Παμφίλης) σαράβαλα και οι τρεις, οι δύο πρώτοι απο τα σφουγγαράδικα και ο τρίτος εκ γεννετής. Και μαζί με αυτούς ο Σάντικ, ένας πελώριος Λύβιος που τον είχε φέρει από τη Βεγγάζη ο Καπτά Γιάννης ο Δανάμπασης, ο Ζαχαρίας ο Γκις, κι ένα πλήθος παιδαρέλια.
Μόλις κτύπαγαν οι καμπάνες του Μοναστηριού, κι αυτό γινόταν στις δέκα η ώρα, ακουγόντουσαν σχεδόν ταυτόχρονα οι μπάκες των μαγαζιών που άνοιγαν. Ας τα δούμε ...
Εστιατόρια αξιώσεων για να φάει ο Αθηναίος επισκέπτης ήταν του Γεωργίου Ι. Καλογιάννη (αδελφών Κάτσικα), του Δ. Τέτση-Νούκου (Γκαλερί Πλάι Ι. Κρέμου) και του Στ. Πέρκιζα (Κ. Καλογιάννη) και μετέπειτα Παν. Πυρρή. Στη δύση της 10ετίας του 30 άνοιξε το παντοπωλείο του ο κ. Ευστ. Κουκουδάκης με ταμειακή μηχανή και ταμία την Ματίνα Στ. Καλαφάτη.
Οινομαγειρεία άφθονα. Του Σπ. Παπαθανασίου, Μ. Γκιώζου, Γ. Μεϊντάνη, Τζώρτζος, Ν. Λουκάς, Η. Τηλιακός με σεφ τον Γιάννη Λάρδη, Γ. Κοκονέλη και του Γ. Καλαφάτη. Όλα γιόμιζαν κόσμο και θα πρέπει να πούλαγαν τουλάχιστον 100.000 οκάδες (128 τόνοι) κρασί το χρόνο.
Τα κουρεία, 6 τον αριθμό, δεν άνοιγαν την Κυριακή γιατί δούλευαν το Σάββατο μέχρι βαθείας νυχτός. Ηταν του Ε. Μουτζούρη, του Π. Ράμπια, των αδελφών Δ. και Γ. Λάστκαρου, του Π. Καλογιάννη, του Γ. Βενιζέλου και του Ν. Δρίβα. Ακόμη μαζί με αυτούς υπήρξε και ένας περιφερόμενος κουρέας ο Ν. Σβόμπς. Οι κουρείς της Ύδρας, της εποχής εκείνης, θα νόμιζε κανείς πως ανήκαν σε μια αριστοκρατική τάξη. Από αυτούς αποφοίτησαν οι νεώτεροι που έκαμαν και αυτοί δικά τους κουρεία όπως οι Γκίκας Θεοδωρίκας, Μήμμης Γκέλος, Δημήτριος Ιορδανίδης, μακαρίτες όλοι κι ο πολλά τα έτη του Γ. Μακρυγιόγλου.
Το άλλο γεγονός της ημέρας μετά από την λειτουργία ήταν ο ερχομός του βαποριού, που ερχόταν από τον Πειραιά και ταρακουνούσε κυριολεκτικά το λιμάνι. Οι προετοιμασίες άρχιζαν από τις 11 ενώ το πλοίο έφτανε συνήθως στις 12. Πολλές φορές ερχόντουσαν δύο πλοία την Κυριακή από τον Πειραιά και ο οργασμός στο λιμάνι ήταν μεγάλος. Τα πλοία έμεναν έξω από το λιμάνι και για τη μεταφορά των επιβατών χρησιμοποιούντο 5 ή 6 τον αριθμό, τετράκωπες βάρκες με τιμονιέρη, που σημαίνει πως έπαιρναν μέρος 30 τουλάχιστον λεμβούχοι. Ιδιοκτήτες και μεριδιούχοι ήταν οι Γ. Καλαφάντης, Γρ. Κουτσουμπέλης, ο Μπάρμπα Γιάννης, ο Σπανός, ο πάντα ερωτευμένος Νικολός Κολοκυθάς γιγάντιος και ευσταλής και ο Μήτσος Καλαφάντης (επωνομαζόμενος σπαγέτος γιατί ήταν πολύ αδύνατος).
Οι Σαρρήδες Ντίνος, Παναγιώτης, Βασίλης, Γιάννης, οι Τηλιακοί Νικολός, Ηλίας, Χαραλάμπης, ο Γιάννης Σουρέλης, ο Πέτρος Κρητικός, ο Πέτρος Πανάγος, ο Μιχάλης Σαρουκος, ο Γιάννης Ρετιτάγκος, ο Γκίκας Δαρδανός και οι νεώτεροι Γ. Μπραβάκος, Γ. Τζώρτζης, Ν. Βολωνάκης Ιορδανίδης κι ένα πλήθος παιδαρέλια, μαζί και ο γράφων για να πάρουμε το δίφραγκο.
Πολλά ήταν τα πλοία εκείνη την εποχή που έκαναν τη γραμμή του Αργοσαρωνικού ξεκινώντας από τον Πειραιά. Άλλα έφταναν μέχρι το Ναύπλιο κι άλλα μέχρι το Λεωνίδιο. Δύο από αυτά ήταν το περίφημο και ξακουστό "Υδράκι" και η "Γόησσα" που συγκρούστηκε ανοικτά στην Κορακιά με άλλο σκάφος και βούλιαξε παρασύροντας στο βυθό αρκετούς, μεταξύ των οποίων και τον Υδραίο Φωκά, πατέρα αν θυμάμαι καλά, της κυρά Σοφίας Τσούρτου. Άλλα πλοία ήταν το "Μάνα" η "Μοσχάνθη", η "Πτερωτή" και ο "Φωκίων". Η "Ιωάννα" και η "Αυλίς". Συναγωνισμός με τρεχάματα των Κουτσουμπέληδων, Καλαφάτηδων, Πέρκιζα, Γκαστντόπουλος (Αλεξίου Μιχ. ), Τζώρτζης Γ., μακαρίτες όλοι κι οι πολλά τα έτη του Δελαλή Βας και του Τσιγκάρη Γεωργίου. Στους ταξιδιώτες πρόσφεραν πολλές φορές και από μια μακαρονάδα.
Στο δίωρο οργασμό έπαιρναν μέρος οι "φορατζήδες" Βασίλης Δελαλής καλή του ώρα, Γ. Καραγιάννης, Α. Βλάσσης κ.α. ναύτες του λιμεναρχείου, θεληματάρηδες, οι γραφικοί χαμάληδες, θα μιλήσουμε άλλοτε γι’ αυτούς, κι οι γαϊδουρολάτες με πρώτο το μπάρμπα Γεώργη τον τρούμπα που μοίραζε τα ποδοσίμια των ταχυδρόμων.
ΠΗΓΕΣ: Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΥΔΡΑΣ ΜΑΡΤΙΟΣ 1988, Χ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, |